- πολυφορώ
- -έω, ΜΑ [πολυφόρος]φέρω ή παράγω πολλά, είμαι πολυφόρος*μσν.παθ. πολυφοροῦμαι, -έομαιυπάρχω, βρίσκομαι κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους ή τύπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυφόρῳ — πολύφορος bearing much masc/fem/neut dat sg πολυφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφορώ — ζαφορῶ, έω (Α) [ζαφόρος] (κατά τον Ησύχ.) «πολυφορῶ», είμαι γόνιμος, είμαι παραγωγικός … Dictionary of Greek
πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… … Dictionary of Greek